κατευοδώ

κατευοδώ
βλ. κατευοδώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατευοδῶ — κατευοδόω bring prosperity pres subj act 1st sg κατευοδόω bring prosperity pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατεύοδος — ἀκατεύοδος, ον (Μ) [κατευοδῶ] εκείνος που δεν έχει εύκολη διάβαση, κακοπέραστος νεοελλ. ο ακατευόδωτος …   Dictionary of Greek

  • κατευοδεύω — (Α) φέρνω ευδαιμονία, κάνω κάποιον ευτυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατευοδῶ] …   Dictionary of Greek

  • κατευοδωτής — και καταυγοδωτής, ὁ (Μ) [κατευοδώ] καλότυχος …   Dictionary of Greek

  • κατευοδώνω — και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω) κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο νεοελλ. μσν. 1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω,… …   Dictionary of Greek

  • κατευόδιο — και καταυόδιο, το (Μ κατευόδιο[ν] και καταυ[γ]όδιον) [κατευοδώ] 1. καλό ταξίδι 2. αίσια έκβαση, επιτυχία νεοελλ. (συν. ως ευχή) στο καλό, καλό δρόμο, καλό ταξίδι («σού εύχομαι κατευόδιο») μσν. (ως επίρρ.) με καλό ταξίδι …   Dictionary of Greek

  • κατευόδιος — και καταυγόδιος, ὁ (Μ) [κατευοδώ] αυτός που έχει καλή άφιξη, που έκανε καλό ταξίδι, καλοτάξιδος …   Dictionary of Greek

  • κατευόδωση — η (AM κατευόδωσις) [κατευοδώ] καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος νεοελλ. το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”